- βαριοστενάζω
- -αξα, βγάζω βαθύ, βαρύ αναστεναγμό: Τι έχεις παιδί μου, και βαριοστενάζεις;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρυστενάζω — και βαρια και βαριοστενάζω αναστενάζω βαθιά, βαριαναστενάζω … Dictionary of Greek